ωτασπίδα

ωτασπίδα
η, Ν
βλ. ωτοασπίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ωτοασπίδα — και ωτασπίδα, η, Ν συν. στον πληθ. οι ωτοασπίδες βύσματα από εύπλαστο υλικό, με τα οποία αποφράσσονται οι έξω ακουστικοί πόροι για αποφυγή θορύβου ή για προστασία από νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ασπίδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”